- μεγαλώνω
- (Μ μεγαλώνω)1. καθιστώ, κάτι μεγάλο ή μεγαλύτερο από όσο είναι, μεγεθύνω, αυξάνω («θα μεγαλώσω το οικόπεδό μου αγοράζοντας και το διπλανό κτήμα»)2. μτφ. ανατρέφω κάποιον («μεγαλώνει το παιδί της χωρίς την οικονομική υποστήριξη τού συζύγου της»)3. γίνομαι μεγαλύτερος από όσο είμαι, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι («από μικρόν αβγό πουλί μικρόν εβγαίνει... και με καιρό πληθαίνει, κάνει κορμί, κάνει φτερά, καθ' ώρα μεγαλώνει», Ερωτόκρ.)4. συνεκδ. γίνομαι σπουδαίος, προκόβω, προάγομαι5. γίνομαι μεγαλύτερος στην ηλικία, ενηλικιώνομαι, ωριμάζωνεοελλ.1. μεγαλοποιώ, εξογκώνω, υπερβάλλω («μη μεγαλώνεις τα πράγματα»)2. κάνω κάποιον σπουδαίο, ευνοώ, προωθώμσν.1. προσδίδω μεγαλείο σε κάποιον2. (ιδίως για τον Θεό) αναδεικνύομαι, αποκτώ μεγαλείο («ὅσον περισσότερον μεγαλώνει μία ψυχή εἰς τὲς ἀρετές, τόσον περισσότερον φαίνεται νὰ μεγαλώνει καὶ ὁ Θεὸς εἰς ἐκείνην», Ροδινός)3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) μεγαλωμένος, -η, -ονογκώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μεγαλύνω μέσω ενός αμάρτυρου *μεγαλῶ].
Dictionary of Greek. 2013.